Ομιλία του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου κ. Δημήτρη Καρατζάνη στην παρουσίαση του βιβλίου του :
“Η εξομολόγηση ήταν μισή”
- Σεβασμιότατε
- Κύριοι Βουλευτές
- Κύριε Γ. Γ. της Περιφέρειας
- Κύριε Γ. Γ. της αποκεντρωμένης Διοίκησης
- Κύριοι εκπρόσωποι των αρχών
- Κύριοι συνάδελφοι στην Αυτοδιοίκηση Α και Β βαθμού
- Κυρίες και Κύριοι
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τα εκλεκτά μέλη της σημερινής βιβλιοπαρουσίασης.
Tο Δήμαρχο Ηρακλείου κ. Γιάννη Κουράκη, το Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου, Kαστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέα , τον Καλλιτεχνικό Δ/ντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κ. Μύρωνα Μιχαηλίδη, που παρά το βαρύ πρόγραμμα του μου έκανε την τιμή να κατέβει από την Αθήνα και την κα Χρυσούλα Αντωνοπούλου- Αντωνογιαννάκη, με την οποία έχω μακρά γνωριμία, και έχομε συνεργαστεί κατά καιρούς σε διάφορες πρωτοβουλίες με κοινωνική στόχευση.
Και βέβαια τον έμπειρο και καταξιωμένο δημοσιογράφο κ. Γιώργο Παπαδάκη που συντονίζει με επιτυχία την εκδήλωση.
Τους ευχαριστώ όλους από καρδιάς για την παρουσία τους και τα καλά τους λόγια.
Τέλος, ευχαριστώ όλους εσάς που μου αφιερώσατε απόψε τον πολύτιμο χρόνο σας, αφήνοντας στην άκρη, κάποια άλλη υποχρέωση.
Θα μου επιτρέψετε, πριν μιλήσω για το βιβλίο, να αναφερθώ στο εγχείρημα της συγγραφής. Στην τάση του ανθρώπου, να σκύβει σ'' ένα λευκό χαρτί και να ξεδιπλώνει πάνω του σκέψεις, επιθυμίες, παραινέσεις, συναισθήματα.
Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για την τάση αυτή. Θα αναφερθώ σε δύο. Η πρώτη, βασίζεται σε ένα πρόσφατο άρθρο του Κώστα Τσιρόπουλου, στο περιοδικό Φρέαρ. Η άλλη, μας πάει λίγο πίσω, σε μια εξαιρετική επιφυλλίδα του αείμνηστου Κρητικού συγγραφέα Γιώργη Μανουσάκη, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Κήρυκας” των Χανίων το 1961.
Σύμφωνα με την πρώτη υπάρχει μια αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και το χρόνο. Ο άνθρωπος, από τη στιγμή που έρχεται στον κόσμο ενεργοποιεί τη διαδικασία κατανάλωσης του χρόνου, είναι δηλαδή από τη γέννησή του χρονοβόρος. Ο χρόνος από την άλλη πλευρά, καταβροχθίζει ανελέητα τον άνθρωπο. Είναι ανθρωποφάγος.
Εκείνος που γράφει, επιχειρεί να σταθεί απέναντι στο χρόνο,
να ακυρώσει το έργο του, καθώς και τη λήθη, που συνοδεύει το αέναο πέρασμα του.
Απέναντι σ'' αυτή την αναπόφευκτη μοίρα ο άνθρωπος επιστρατεύει το γράψιμο, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να σταματήσει το χρόνο, να τον υπερβεί, να τον κατανικήσει με τις λέξεις του. Επιδιώκει την υπέρβασή του, παρότι, την ίδια στιγμή, έχει πλήρη επίγνωση της ασήμαντης και εφήμερης ύπαρξής του.
«Είμαι εδώ, ζωντανός, και κανείς δεν μπορεί να με εξορίσει από την “ επικράτεια ” της ζωής, γιατί με το ζωντανό μου λόγο θα ζήσω και νεκρός, λέει ο μεγάλος Ανατολίτης ποιητής Χαλίλ Γκιμπράν, αρνούμενος να συμβιβαστεί με την ισοπεδωτική κυριαρχία του χρόνου».
Αλλά το να γράφεις, δε σημαίνει μονάχα αντίσταση στο χρόνο. Αποτελεί, και γνώση. Ο άνθρωπος γνωρίζει και αναγνωρίζει τον εαυτό του, αλλά και τον κόσμο ολόκληρο με λέξεις. Χρησιμοποιεί τις λέξεις για να φωτίσει το μυστήριο της ύπαρξής του και επιχειρεί με αυτές, όχι μόνο να νικήσει το θάνατο, αλλά και να πολεμήσει τη μελαγχολία που φέρνει η πικρία από το πέρασμα του χρόνου.
Κάθε μορφή τέχνης, λογοτεχνία, εικαστικά, μουσική, συνιστά μια άρνηση του μηδενισμού, μια προσωπική αναίρεση του αναπόφευκτου “ ΤΕΛΟΥΣ ”. Στο μέσον μιας απόλυτης μοναξιάς όπως είναι ο θάνατος, η τέχνη -και το γράψιμο είναι μια έκφραση της - αποτελεί μια ηρωική υπέρβαση της ανθρώπινης μοίρας. Μια νίκη κατά της παντοδυναμίας του θανάτου, μια απελευθέρωση από τη φυλακή του χρόνου.
Αυτή η θεώρηση θεμελιώνει την άποψη, πως κανένα από τα τόσα βιβλία που στοιβάζονται στις βιβλιοθήκες του κόσμου, δεν τελειώνει πραγματικά. Καθένας συνεχίζει, από εκεί όπου ο άλλος μοιάζει να έχει σταματήσει το κείμενο του. Διότι ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει, να γεννιέται και να πεθαίνει, μέσα στον ωκεανό των λέξεων, στο βασίλειο των βιβλίων, φωτίζοντας το ανθρώπινο μυστήριο, αποκρυπτογραφώντας το ρήμα «υπάρχω» και το τραγικό φορτίο του. Μια αγιασμένη ελπίδα νίκης, τελικά, ενάντια στο χρόνο.......
Κατά τη δεύτερη ερμηνεία, αυτή που πραγματεύεται ο αείμνηστος Γιώργης Μανουσάκης, ζούμε σ'' ένα κόσμο, όπου η αποξένωση είναι κύριο χαρακτηριστικό του. Ο καθένας από μας, είναι σαν τον μοναδικό κάτοικο ενός νησιού, χαμένου στο πέλαγος της μοναξιάς.
Μέσα στην ομίχλη που τον τριγυρίζει, διακρίνει αχνά τους όγκους των γειτονικών νησιών. Φαντάζεται τους ερημίτες που τα κατοικούνε, μα δεν τους ξέρει. Πολλές φορές κουνά το χέρι του σε μάταια σινιάλα, κι άλλες γράφει αγωνιώδη μηνύματα, που τα κλείνει σε μποτίλιες και τα εμπιστεύεται στην αγκαλιά και τις ιδιοτροπίες της θάλασσας.
Σ'' αυτή την περίπτωση, λέμε, πως ο άνθρωπος αυτός είναι συγγραφέας ή ποιητής. Καμιά φορά συμβαίνει κάποια μποτίλια ν'' αράξει στο ακρογιάλι ενός άλλου νησιού και να πέσει στα χέρια ενός άλλου ερημίτη. Τότε αρχίζει μια μυστική κουβέντα ανάμεσα στους δύο. Σْ αυτόν που '' γραψε το μήνυμα και σε κείνον που το βρήκε. Μια κουβέντα που περνά πάνω από το πέλαγος της μοναξιάς, διαπερνά την ομίχλη και φθάνει ολόισα στην καρδιά.
Νιώθεις τότε, πως δεν υπάρχεις μόνο για τον εαυτό σου, αλλά
και για κάποιον άλλο. Κάποιον που ενδιαφέρεται για σένα, όχι επιφανειακά, μα για ότι κλείνεις μέσα σου, για ότι αποτελεί τη βαθύτερη ουσία σου.
Αυτός ο άλλος που βρήκε το μήνυμά σου, γίνεται ο καθρέφτης, που μέσα του βλέπεις τον εαυτό σου. Δίχως αυτόν τον “καθρέφτη”, είναι σα να ''χεις πεθάνει.
“Αν ο άλλος δεν υπάρχει , δεν υπάρχω κι εγώ,” λέει ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερ.
Βέβαια ο Πλάτωνας με το στόμα του Σωκράτη, λέει στο Φαίδρο ότι τίποτα δεν αναπληρώνει τον προφορικό, τον έμψυχο λόγο, που μιλάει ολόισια στην καρδιά.
Πόσες φορές όμως αυτός ο λόγος μπορεί να βρει το στόχο του , όταν ο άλλος στον οποίο τον απευθύνεις , βρίσκεται κλεισμένος σ'' ένα αδιαπέραστο θώρακα, είτε γιατί δεν εμπιστεύεται , είτε επειδή φοβάται ;
Γι’ αυτό τελικά γίνεται αποδεκτό, πως ο πιο σίγουρος δρόμος για να φτάσει το μήνυμα στον προορισμό του, είναι να μεταδοθεί γραμμένο. Να κλειστεί στα μικρά μαύρα σημαδάκια, που επινόησε ο άνθρωπος στην αγωνία του να επικοινωνήσει, και να αποτυπωθεί στο χαρτί. Έτσι ο αναγνώστης απελευθερωμένος από προσωπικές επιρροές, μπορεί να σκύψει απάνω στο γραπτό με λιγότερη επιφύλαξη.
Τότε, μπορεί να μην περιοριστεί στην επιφάνεια των λέξεων,
αλλά να μπει πιο βαθιά , να φτάσει στο νόημά τους, και,
αποκρυπτογραφώντας το, όχι μόνο να πλησιάσει τον άγνωστο αποστολέα, αλλά να γίνει “φίλος” του, ακόμα κι αν ο ένας δε γνωρίζει τη μορφή του άλλου.
Ο Παλαμάς έχει πει πως “δημοσιεύοντας αλληλογραφούμε” .
Με αυτή την οπτική, κάθε δημοσίευμα είναι κι ένα γράμμα κλεισμένο σε μια μποτίλια, που ρίχνεται στη θάλασσα και έχει αποδέκτη τον “Άγνωστο αναγνώστη”.
Λίγα λόγια τώρα για το βιβλίο. Η “Εξομολόγηση ήταν μισή” είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με χρονικό πλαίσιο τις αρχές του εικοστού αιώνα. Περιγράφει μέσα από τις περιπέτειες μιας οικογένειας, των Ντελβέδων , το ματωμένο χρονικό του Μικρασιατικού Ελληνισμού, το δραματικό πρώτο τέταρτο του περασμένου αιώνα. Ο πρώτος διωγμός το 1914, η δραματική εμπειρία της προσφυγιάς με διαδοχικές στάσεις σε Χίο, Κρήτη και Γαλλία. Η θριαμβευτική άφιξη του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη το ’19 και η επιστροφή των διωγμένων απ’ το ’14 Μικρασιατών, στην ελεύθερη πια Μικρασία. Το τρίχρονο όνειρο της Λευτεριάς με τη γαλανόλευκη να κυματίζει ύστερα από αιώνες σκλαβιάς, στα Μικρασιατικά “Κονάκια”.
Και μετά η φοβερή θύελλα, ο κεραυνός της καταστροφής, το οριστικό ξερίζωμα από την χιλιόχρονη κοιτίδα του ελληνισμού, την πολυφίλητη Ιωνία.
Μια πανάρχαια πατρίδα, ένας ασύγκριτος πολιτισμός, σβήνει σε μια στιγμή με τον πιο τραγικό τρόπο. Ενάμισι εκατομμύριο
Έλληνες, εγκαταλειμμένοι, ξεσπιτωμένοι , παραδομένοι στη κόλαση της φωτιάς και την εκδικητική μανία των Τούρκων...
Η διήγηση όμως δεν περιορίζεται μόνο στη μικροϊστορία που γράφεται από τα πρόσωπα της οικογένειας Ντελβέ. Με ιστορική και χρονική συνέπεια αναφέρεται στα μεγάλα γεγονότα της εποχής και επιχειρεί να τα προσεγγίσει με σεβασμό στην αντικειμενικότητα και την ακρίβεια , βασισμένη, εκτός από τις γραπτές πηγές, στις ζωντανές μαρτυρίες των ανθρώπων που τα έζησαν. Μαρτυρίες που
καταγράφτηκαν στην παιδική μνήμη ανεξίτηλα, μέσα από τις αφηγήσεις γονιών και συγγενών, που έζησαν οι ίδιοι τα γεγονότα και γνώρισαν στο πετσί τους την τουρκική βαρβαρότητα.
Αυτές τις μαρτυρίες θέλησα να μεταφέρω στο χαρτί, ως ελάχιστο χρέος απέναντι σε κείνους που έζησαν το όνειρο της ελεύθερης Μικρασίας, και τη φρικτή τραγωδία της προσφυγιάς. Και από τους οποίους χιλιάδες έμειναν για πάντα στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, τραγικά θύματα μιας ανθρώπινης και πολιτισμικής γενοκτονίας, που οφείλομε να μην αφήσομε ποτέ να ξεχαστεί.
Γιατί όπως έγραφε πριν χρόνια μια ποντιακής καταγωγής ποιήτρια και ιστορικός : “ Το παρελθόν με τα τραγικά διαδραματισθέντα σ’ αυτό, έμεινε ανεξερεύνητο, άγνωστο. Ζει μόνο μέσα στο μυαλό των επιζώντων. Όταν θα πεθάνουμε κι εμείς, οι τελευταίοι εναπομείναντες, οι Τούρκοι θα έχουν
κερδίσει έναν ακόμα πόλεμο ενάντια στη μνήμη. Θα έχουν κατακτήσει τη λήθη. Η λήθη είναι το λάφυρο της Τουρκίας, γιατί κέρδισε με αυτό, τη συγκάλυψη της γενοκτονίας. ”.
Και το θλιβερό είναι πως σ’ αυτή τη συγκάλυψη έχει συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό και η έμφοβη Ελληνική Πολιτεία με την μόνιμα υποχωρητική στάση της απέναντι στον θρασύ γείτονα, αλλά και κάποιοι “ ασπόνδυλοι ” πανεπιστημιακοί, “ προοδευτικοί ” υποτίθεται, οι οποίοι, το τούρκικο έγκλημα, που αντικειμενικοί παρατηρητές όπως ο Τσάρλς Χόουλαντ, πρόεδρος της Επιτροπής αποκατάστασης προσφύγων της ΚΤΕ, περιγράφει με τη φράση « δεν έχει υπάρξει στην παγκόσμια ιστορία άλλη τέτοια αποδημία, άλλη τέτοια καταστροφή ενός αρχαίου πολιτισμού», εκείνοι δεν είδαν ούτε την καταστροφή, ούτε το έγκλημα αλλά ένα“ συνωστισμό, απλώς ”. Και αυτούς, ως ανταμοιβή προφανώς, εμείς τους στέλνομε και στο Εθνικό Κοινοβούλιο.
Απέναντι σ’ αυτή την αλλοτρίωση, χρέος δικό μας είναι, να ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ. Να διασώσουμε την ιστορική μας μνήμη, με την αυστηρότητα που παραγγέλλει ο προφήτης του Ισραήλ : « Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώτα το λάρυγγι μοι, εάν ου μη σου μνησθώ ».
Να θυμόμαστε λοιπόν. Αυτό είναι το χρέος μας.Όχι για να ξαναπιάσομε τα όπλα, αλλά για να φθάσομε σ’ ένα έντιμο συμβιβασμό με τους Τούρκους. Γιατί ο Τούρκος σε σέβεται,
όταν σέβεσαι τον εαυτό σου, δηλαδή τον τόπο σου, την ιστορία σου, τον εθνισμό σου.
Κι αν βγαίνει ένα μάθημα για τον ελληνισμό, μέσα από την
τραγωδία της Μικρασίας, είναι, πως τον Τούρκο δεν πρέπει να τον φοβόμαστε, άλλωστε τον κυνηγήσαμε μέχρι τα βάθη της Ανατολίας.
Με μια όμως προϋπόθεση : Να ’μαστε μονιασμένοι και όχι να κοιτά να βγάλει ο ένας το μάτι του άλλου, όπως έγινε στη Μικρασία το ‘22, αλλά και στην Κύπρο το ‘74.
Εκτός όμως από την αναγκαιότητα διατήρησης της ατομικής και συλλογικής μνήμης, θέλησα να μεταφέρω κι ένα μήνυμα αισιοδοξίας, για τις δοκιμασίες που αντιμετωπίζουμε σήμερα ως χώρα. Να επισημάνω, πως δεν είμαστε μόνο εμείς που δοκιμαζόμαστε. Και άλλες γενιές, πριν από μας, βρέθηκαν μπροστά σε δυσκολίες πολύ μεγαλύτερες από τις σημερινές.
Και άντεξαν. Κι όχι μόνο άντεξαν, αλλά ξεπέρασαν τη δοκιμασία με υπευθυνότητα και αξιοπρέπεια, και μεγαλούργησαν στη συνέχεια, οι ίδιοι και τα παιδιά τους.
Αυτούς οφείλομε να έχομε παράδειγμα, αναλογιζόμενοι, πόσο πιο μικρά είναι τα δικά μας προβλήματα, σε σχέση με όσα αντιμετώπισαν εκείνοι. Και αν εκείνοι τα κατάφεραν, γιατί όχι εμείς; Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση που πρέπει να βλέπομε μπροστά μας…...
Θα μου επιτρέψετε τώρα, να διαβάσω 2 σύντομα αποσπάσματα από το βιβλίο.